- ναυσιφόρητος
- ναυσι-φόρητος, ον,A carried by ship, seafaring,
ἄνδρες Pi.P.1.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνδρες Pi.P.1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυσιφόρητος — ναυσιφόρητος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φορητός (< φορῶ)] … Dictionary of Greek
ναυσιφορήτοις — ναυσιφόρητος carried by ship masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)